- ἀνάκωλος
- ἀνάκωλοςdockedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκωλος — η, ο (Α ἀνάκωλος, ον) καθισμένος ανάποδα επάνω σε υποζύγιο αρχ. βραχύς, κοντός, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κωλος < κῶλον] … Dictionary of Greek
ἀνάκωλον — ἀνάκωλος docked masc/fem acc sg ἀνάκωλος docked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακώλους — ἀνάκωλος docked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακώλων — ἀνάκωλος docked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάκωλοι — ἀνάκωλος docked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)